- εφοδιοπομπή
- η1. στρ. αποστολή εφοδίων, ιδίως σε καιρό πολέμου2. φάλαγγα οχημάτων ή υποζυγίων με εφόδια προς το πολεμικό μέτωπο ή με τραυματίες από αυτό («εφοδιοπομπή τραυματιών»).[ΕΤΥΜΟΛ. < εφόδιο(ν) + πομπή (< πέμπω «στέλνω»). Αρχικά επλάσθη η λ. εφοδιοπομπεία, που μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών. Από το 1892 μαρτυρείται στην εφημερίδα Εφημερίς τ. εφοδιοπομπία. Τελικά δε επικράτησε ο τ. εφοδιοπομπή, που μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.